γεωγράφου

γεωγράφου
γεώγραφος
earth-describing
masc/fem/neut gen sg
γεωγράφος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • μερκατορικός — ή, ό 1. (για γεωγραφικό χάρτη) αυτός που έχει κατασκευαστεί με βάση το σύστημα προβολής που επινόησε ο Φλαμανδός μαθηματικός και γεωγράφος Ζεράρ Μερκάτορ τον 16ο αιώνα 2. φρ. «μερκατορική προβολή» επίπεδη απεικόνιση τής Γης που επινοήθηκε από τον …   Dictionary of Greek

  • Άαζ — (Jean Matthias Haas Hasius,1684 – 1742).Γερμανός γεωγράφος. Γιος γεωγράφου και μαθηματικού, διδάχτηκε από τον πατέρα του και δίδαξε κι ο ίδιος τις επιστήμες αυτές. Άνοιξε νέους ορίζοντες, ιδιαίτερα στη γεωγραφία. Από τα πολλά έργα του, που… …   Dictionary of Greek

  • Αμάσεια — Αρχαία πόλη του Πόντου και σύγχρονη της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.520 τ. χλμ., 384.200 κάτ. το 2002), στη σιδηροδρομική γραμμή Σίβα Σαμψούντας, σε απόσταση 345 χλμ. από την Άγκυρα. Τη διαρρέει o ποταμός Ίρις (Γεσιλιρμάκ).… …   Dictionary of Greek

  • Δορύλαιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως ένας από τους Κενταύρους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, σκοτώθηκε από τον Πηλέα στους γάμους του Πειρίθου. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχηγός Ερετριέων αποίκων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν επώνυμος ήρωας της φρυγικής… …   Dictionary of Greek

  • Δουβλίνο — (ιρλ. Baila Atha Cliath, αγγλ. Dublin). Πόλη (495.101κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και της ομώνυμης κομητείας (921 τ. χλμ., 1.122.600 κάτ.). Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Λίφεϊ στην Ιρλανδική θάλασσα. Η πόλη είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”